- ἀποβατήρια
- ἀποβατήριοςas protector of persons landingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποβατήρια — Κατά την αρχαιότητα, έτσι αποκαλούσαν την ευχαριστήρια θυσία προς τον Δία. Προσφερόταν από τους ταξιδιώτες των πλοίων, κατά την αποβίβασή τους στην ξηρά, όταν είχαν καλό καιρό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Γι’ αυτό τον λόγο o Δίας λεγόταν… … Dictionary of Greek
GENIUS — Dicebatur Naturae deus apud vett. et qui omnium rerum gignendarum vim haberet, unde cuiusque rei dicebatur suus genius. Accipitur aliquando proipsa natura. Quidam ipsam animam, vel Deum, vel Spiritum esse volunt, qui mortales ad voluptatem… … Hofmann J. Lexicon universale
αποβατήριος — ἀποβατήριος, α, ον (Α) [αποβαίνω] 1. ο προστάτης θεός της απόβασης των ανθρώπων από τα πλοία 2. τὰ ἀποβατήρια θυσία για να πάει καλά η επιχείρηση … Dictionary of Greek